- δελτάριον
- δελτάριονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δελτάριον — δελτάριον, το [δέλτος] η μικρή δέλτος νεοελλ. 1. «ταχυδρομικό δελτάριο» μικρή ανοιχτή επιστολή σε λεπτό χαρτόνι 2. «εικονογραφημένο δελτάριο» ταχυδρομικό δελτάριο το οποίο έχει τη μία όψη εικονογραφημένη αρχ. είδος χειρουργικού εργαλείου … Dictionary of Greek
δελτάρια — δελτάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδίδω — προσδίδωμι ΝΜΑ, προσδίνω Ν παρέχω κάτι επιπροσθέτως (α. «τού προσέδωσε δύναμη» β. «οὐδένα ἂν πώποτε ἀφείλετο, ἀλλ ἀεὶ πλείω προσεδίδου», Ξεν.) νεοελλ. δίνω σε κάτι ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό, δίνω σε κάτι χαρακτήρα, ιδίως καλό («εφ ών το φέγγος… … Dictionary of Greek